Skip to content Skip to footer

Υπαρξιακό δοκίμιο για την ελευθερία.

Αναρωτιούνται μερικοί φίλοι, και όχι άδικα, “Τι έπαθες και άφησες τα μυοσκελετικά, τα νευρολογικά και τις ριζίτιδες, για να γράφεις περί ψεύδους, προσώπου και βλέμματος;”

Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά δεν είναι άσχετα. Το σώμα και η ψυχή δεν χωρίζονται όπως τα ράφια σε βιβλιοθήκη. Ό,τι κυρτώνει το κορμί, το έχει ήδη δοκιμάσει το μέσα του. Και το αντίστροφο. H παραίτηση του νου, η λήθη, το ψέμα, αφήνουν αποτύπωμα και στην ψυχή και στον αυχένα.

Κι έπειτα, είναι και κάτι άλλοι άνθρωποι, που με έσπρωξαν με τον τρόπο τους για να γράψω. Όχι γιατί νομίζω ότι έχω απαντήσεις, αλλά γιατί ,ίσως, οφείλουμε να θέτουμε ερωτήματα. Να μην προσπερνάμε το ψέμα επειδή είναι βολικό. Να θυμίζουμε ο ένας στον άλλον ότι υπάρχει και κάτι άλλο πίσω απ’ την κουρτίνα. Έτσι λοιπόν, ανάμεσα σε τένοντες και τραπέζιους, βγήκε αυτό το κείμενο. Σαν μια μικρή αντίσταση.

Ο εφιάλτης δεν είναι η βία, αλλά η συνήθεια στη βία. Ο φόβος δεν είναι τόσο ότι θα πονέσουμε, αλλά ότι ο πόνος δεν θα μας ξυπνήσει. Ότι, κάποια στιγμή, ο άνθρωπος θα πάψει να θυμάται πως είναι άνθρωπος. Όχι επειδή του το απαγόρευσαν, αλλά επειδή δεν του χρειάζεται πια.

Η εξουσία σήμερα δεν κραυγάζει. Δεν μας δείχνει πια τους κυνόδοντές της. Ομιλεί με ήρεμο, ουδέτερο τόνο, τεχνικά και γλυκά, σαν μια φωνή οδηγιών αεροδρομίου. Σου προσφέρει άπειρες επιλογές που όλες οδηγούν στο ίδιο: να μη χρειαστείς ποτέ εσύ να επιλέξεις. Σου προτείνει το 2+2=5 όχι ως διαταγή, αλλά ως “λογική εναλλακτική”. Και αν δεν συμφωνήσεις, τότε είσαι εσύ το πρόβλημα.

Η πιο τέλεια μορφή ψεύδους δεν επιβάλλεται. Σε πείθει ότι είναι αυτονόητη. Δεν χρειάζεται να καταστρέψει το πρόσωπό σου — αρκεί να σε πείσει να το εγκαταλείψεις. Έτσι γεννιέται η συγκατατεθημένη υποταγή,όχι δια της βίας, αλλά μέσω της αποδοχής του ανώδυνου ψεύδους.

Ο άνθρωπος δεν έχει μια σταθερή, έμφυτη φύση. Έχει μόνο την ευθύνη του εαυτού του. Δεν είναι “κάτι”, γίνεται αυτό που αποφασίζει. Και ακόμη κι όταν δεν αποφασίζει, η αποχή του είναι κι αυτή επιλογή. Η απεμπόληση της επιλογής είναι ήδη μια παράδοση.

Αυτή είναι η πιο ήσυχη και αποτελεσματική κατάρρευση, να πάψεις να αναρωτιέσαι. Να εκπαιδευτείς στο “μη επιλέγειν”. Να βολευτείς στο ασφαλές, στο ανώδυνο, στο γνώριμο. Να αποδεχθείς πως δεν έχει νόημα να εμβαθύνεις, πως το ερώτημα είναι βάρος, πως η μνήμη είναι περιττή. Το να έχεις ευθύνη δεν είναι ηρωικό. Είναι βαρύ. Γιατί σημαίνει ότι δεν μπορείς πια να κρυφτείς πίσω από το σύστημα, την εποχή, την κοινωνία, τους άλλους. Είσαι εσύ, και οι πράξεις σου. Ο Σάρτρ θα γελούσε καθώς επέμενε πως «Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Αυτό σημαίνει ότι είναι υπεύθυνος για ό,τι είναι». Εσύ, και η παραίτησή σου. Εσύ, και το αν θυμάσαι ή αν βολεύεσαι στη λήθη.

Κι αυτό, ναι, είναι αβάστακτο. Όχι επειδή είναι άδικο. Αλλά επειδή είναι αληθινό.

Έτσι γεννιέται το τίποτα, όχι ως χάος, αλλά ως μια κανονικότητα χωρίς αιχμές. Ο άνθρωπος μετατρέπεται σε λειτουργική μονάδα που δεν αμφιβάλλει. Δεν κινδυνεύει να εξοριστεί, έχει ήδη εξορίσει μέσα του την επιθυμία για αλήθεια. Έχει γίνει ένα “εγώ” χωρίς εσωτερικό χώρο.

Δεν είναι πια η μπότα που σε ποδοπατά. Είναι η φωνή που σε πείθει πως αυτή η μπότα είναι απαραίτητη. Πως η ελευθερία είναι επικίνδυνη. Πως η ανεξαρτησία οδηγεί στο χάος. Η εξουσία δεν είναι πια εξωτερικός δυνάστης, είναι εσωτερικός ψίθυρος.

Η βία του μέλλοντος δεν είναι κτηνώδης. Είναι λογική. Είναι ήρεμη. Είναι απολύτως ορθολογική και “αντικειμενική”. Μοιάζει με στατιστικό πίνακα, με έξυπνη σύσταση, με ορθά δομημένο επιχείρημα. Δεν σε απειλεί με εξολόθρευση. Σε πείθει να εξαλείψεις εσύ τον εαυτό σου.

Σε αυτήν την Οργουελική προοπτική, η εξουσία έχει πάψει να είναι κάτι εξωτερικό, διακριτό και επιθετικό. Έχει γίνει διάχυτη. Είναι παντού και πουθενά. Έχει εγκατασταθεί στο εσωτερικό του υποκειμένου και λειτουργεί από μέσα, πείθοντας πως κάθε μορφή αντίστασης είναι ανορθολογική, ρομαντική, ακόμη και επικίνδυνη. Η γλώσσα αλλοιώνεται, η ιστορία ξαναγράφεται, η σκέψη εκλογικεύεται μέχρι να εξουδετερωθεί.

Η δυστοπία δεν είναι πια φαντασία. Είναι η βαθμιαία παραμόρφωση της κανονικότητας.

Ζούμε στην εποχή της λήθης — όχι της φυσικής αδυναμίας να θυμηθούμε, αλλά της συστηματικής αφαίρεσης της μνήμης από τον δημόσιο και τον εσωτερικό λόγο. Δεν ξεχνάμε επειδή δεν μπορούμε. Ξεχνάμε επειδή η μνήμη ενοχλεί. Επειδή θυμίζει υποχρεώσεις, ρήξεις, ευθύνες. Επειδή ανασύρει την αβεβαιότητα που το παρόν επιχειρεί να εξορίσει.

Σε αυτή την εποχή, η λήθη είναι λειτουργία. Η κοινωνία ενθαρρύνει το παρόν χωρίς παρελθόν, την απόλαυση χωρίς ιστορία, την πληροφορία χωρίς κρίση. Δεν χρειάζεται να σβήσουν τα γεγονότα, αρκεί να τα πνίξουν στον θόρυβο. Η υπερφόρτωση είναι το νέο σκοτάδι, όχι η απουσία, αλλά η υπερπληθώρα που ακυρώνει την έννοια του σημαντικού.

Η μνήμη, σε τέτοιους καιρούς, είναι πράξη αντίστασης. Όχι νοσταλγίας, αλλά αλήθειας. Θυμόμαστε για να σταθούμε όρθιοι εδώ.

Βλέπουμε ή απλά κοιτάμε; Κι όμως θέλω να πιστεύω πως υπάρχει ακόμη ένα βλέμμα που αντιστέκεται. Όχι με κραυγές, ούτε με θεωρίες. Με το να μην ξεχνά. Με το να επιμένει να βλέπει. Όχι με οργή, αλλά με ακρίβεια. Να διακρίνει το πρόσωπο μέσα στη μάζα. Να θυμάται ότι το 2+2 κάνει 4, ακόμα κι όταν όλοι λένε το αντίθετο.

Το βλέμμα αυτό δεν ηρωοποιείται. Δεν σώζει τον κόσμο. Αλλά τον αρνείται να τον προδώσει. Είναι το βλέμμα που διασώζει την έννοια του προσώπου όταν όλα τείνουν να τη συντρίψουν κάτω από τα άπειρα δεδομένα, τις ουδέτερες φωνές, τις χρήσιμες αποσιωπήσεις.

Το βλέμμα δεν είναι όπλο. Είναι υπόμνηση. Ότι κάποτε ήσουν κάτι περισσότερο από χρήστης. Από μονάδα. Από στόχος. Ήσουν υποκείμενο. Κι αν το θυμηθείς, ίσως να μπορέσεις ξανά να το είσαι.

Δεν υπάρχει βεβαιότητα. Μόνο μνήμη και θέληση. Μόνο η διαρκής επαγρύπνηση ενάντια στο να συνηθίσουμε. Η αντίσταση σήμερα δεν παίρνει τη μορφή πολέμου ή επανάστασης. Παίρνει τη μορφή εσωτερικής καθαρότητας.

Το ερώτημα δεν είναι ποιος φταίει. Είναι: ποιος θυμάται;

Όσο υπάρχει έστω ένα βλέμμα που δεν ξεχνά, τότε υπάρχει ακόμα άνθρωπος.

Και όσο υπάρχει άνθρωπος, η μπότα δεν θα πατάει το πρόσωπο για πάντα.

Ίσως.