Skip to content Skip to footer

Στη φαρέτρα του πληκτρολογίου..

Παραιτήση της συνείδησης εν απουσία του επαναστατημένου ανθρώπου..

Υπάρχει μια παράξενη στιγμή όπου η γλώσσα, από εργαλείο αποκάλυψης, μετατρέπεται σε εργαλείο απόκρυψης. Μια στιγμή όπου τα λόγια παύουν να φωτίζουν και αρχίζουν να καλύπτουν,να περιπλέκουν, να συσκοτίζουν, να αποσιωπούν στο ουσιώδες. Το εμφανές χάνεται μέσα στην πληθωρική παρουσία του ανούσιου.

Όταν η σκέψη παραιτείται, η προπαγάνδα μπαίνει από την πίσω πόρτα και λεηλατεί τον Νου. Κι όταν απουσιάζει η σκέψη, το κενό δεν μένει ποτέ σιωπηλό καθώς γεμίζει με λέξεις που μοιάζουν σπουδαίες, περίπλοκες ή «σοβαρές», αλλά δεν λένε τίποτα αληθινό. Έτσι, η κενολογία μιμείται το νόημα, παριστάνει τη σκέψη, χωρίς να την παράγει.

Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ το είχε διαγνώσει πολύ πριν ο κόσμος γίνει οπτικοακουστικό υπερθέαμα. Όπως έλεγε, «ακούω τον μύλο να γυρίζει, μα αλεύρι δεν βλέπω». Πρόκειται για ένα πολιτισμικό τέλμα, το περίβλημα του οποίου έχει υποκαταστήσει το περιεχόμενο, το εντυπωσιακό έχει εκτοπίσει το αληθινό.

Από την ψευτοαβρότητα του 19ου αιώνα ως τα ψηφιακά feeds του σήμερα, η μαζική επικοινωνία δεν έχει σκοπό να καλλιεργήσει στοχασμό, έχει σκοπό να τον αποφύγει. Δεν την ενδιαφέρει η αφύπνιση, την ενδιαφέρει ο υπνωτισμός. Όχι η διάγνωση της πραγματικότητας, αλλά η χειραγώγησή της.

Δεν μας μαθαίνει να σκεφτόμαστε. Μας μαθαίνει να παπαγαλίζουμε με στόμφο, να αντιδρούμε με θυμό και να ξεχνάμε με ευκολία. Δημιουργεί εμφανίσεις σκέψης, φτιασιδωμένες για το μάτι του παρατηρητή, όχι ανθρώπους που σκέφτονται.

Η μαζική μεσιτεία (ΜΜΕ) δεν ζητά να σκεφτείς. Ζητά να νομίζεις ότι σκέφτεσαι. Και όσο πιο πολύ εντυπωσιάζεσαι, τόσο λιγότερο καταλαβαίνεις.

Η μάζα, σε κάθε εποχή, δεν είναι απλώς ένα πλήθος σωμάτων αλλά ένα σύνολο απουσιών: απουσία κριτικού πνεύματος, απουσία ιστορικής μνήμης, απουσία βούλησης για αυτογνωσία. Ο Χίτλερ, αντί να θρηνήσει αυτή την απουσία όπως ο Αρθούρος, την ανέγνωσε ως ευκαιρία εξουσίας. Εκεί όπου ο στοχαστής βλέπει αδυναμία, ο δημαγωγός βλέπει πρόσφορο έδαφος. Η γλώσσα γίνεται εργαλείο κατάκτησης, το σύνθημα αντικαθιστά το επιχείρημα, η επανάληψη την αλήθεια. Το “όσο πιο απλό, τόσο πιο πιστευτό” δεν είναι απλώς τεχνική ρητορικής, είναι η θεμελιώδης λογική της προπαγάνδας. Όπως αργότερα θα παρατηρήσει ο Γκυ Ντεμπόρ, η κοινωνία του θεάματος δεν επιδιώκει να πείσει, αλλά να καθηλώσει, να μαγνητίσει τον θεατή σε μια ροή εικόνων και νοημάτων που δεν προϋποθέτουν καμία αμφισβήτηση, ακριβώς γιατί δεν επιτρέπουν καμία παύση.

Εδώ έρχεται η σπαρακτική φωνή του Αλμπέρ Καμύ. Όχι ως αντίπαλος των δύο προηγούμενων, αλλά ως ανθρώπινη απάντηση σ’ έναν κόσμο που έχει είτε αποσυρθεί στη θλίψη της παρατήρησης είτε βυθιστεί στην ηδονή του ελέγχου. Ο Καμύ αναμετριέται με το παράλογο, αυτό το χάσμα ανάμεσα στην ανθρώπινη ανάγκη για νόημα και τη σιωπή του κόσμου. Όμως αντί να υποκύψει, αντί να γλιστρήσει στον μηδενισμό ή στον κυνισμό, προτείνει την εξέγερση. Όχι την εξέγερση του αίματος ή της εκδίκησης, αλλά εκείνη που λέει όχι στη ταπείνωση και ναι στην αξιοπρέπεια. Ο επαναστατημένος άνθρωπος δεν είναι κατ’ ανάγκην πεσόντας. Είναι πρωτίστως υπαρξιακός σηκώνει το βάρος της ύπαρξης χωρίς παρηγορίες, χωρίς βεβαιότητες, χωρίς ουρανούς που υπόσχονται λύτρωση.

Η εξέγερση του Καμύ δεν είναι φαντασμαγορική ούτε ηρωική. Είναι σιωπηλή, αλλά σταθερή. Λέει όχι στη βία, όχι στο ψέμα, όχι στην περιφρόνηση της ανθρώπινης ζωής. Αντιπαρατίθεται τόσο στο μαζικό σκοταδισμό όσο και στην ψυχρή διανόηση που παρακολουθεί απαθώς την ιστορία από απόσταση. Είναι ηθική στάση μέσα σε έναν ανήθικο κόσμο.

Την ίδια αγωνία,με διαφορετική φωνή, διατυπώνει και ο C.S. Lewis, στο The Abolition of Man, όπου προειδοποιεί για την πνευματική παραίτηση του ανθρώπου σε έναν τεχνοκρατούμενο κόσμο. Δεν του αρκεί η σκέψη ως εγκεφαλική λειτουργία. Επιμένει στην ηθική καλλιέργεια του ανθρώπου, στην ανάγκη να ενώνεται η λογική με την καρδιά, να υπάρχει εσωτερικό βάθος, όχι απλώς εξωτερική επίγνωση.

«Καλλιεργούμε ανθρώπους χωρίς στήθος και περιμένουμε απ’ αυτούς να έχουν αρετή και πρωτοβουλία. Είμαστε ειρωνικοί και μετά σοκαριζόμαστε όταν βλέπουμε κυνικούς.»

Για τον Lewis, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η σιωπή της σκέψης, αλλά η αποκοπή της από την ηθική συνείδηση. Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν πια «στήθος», δηλαδή αξιακό και συναισθηματικό κέντρο, τότε ούτε η λογική ούτε η πράξη έχουν νόημα. Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία ηθικά απενεργοποιημένων ανθρώπων, ικανών να δικαιολογούν τα πάντα, αλλά ανίκανων να σταθούν σε τίποτα.

Κι όμως, αυτή η αγωνία, είτε στον Καμύ, είτε στον Lewis, παραμένει σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Αυτό που συγκλονίζει δεν είναι απλώς ότι ο επαναστατημένος άνθρωπος χάνεται, είναι ότι δεν βρίσκει πια έδαφος να σταθεί. Έχει μετακομίσει στο πληκτρολόγιο, έχει γίνει φάντασμα της πράξης. Η επανάσταση γράφεται, δεν βιώνεται. Εκτοξεύεται σε status, σε caption, σε λαικ και χασταγκς. Ο κόσμος δεν αλλάζει με λέξεις, ούτε και ο εαυτός μας. Το παράλογο δεν εξορκίζεται με post.

Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι αυτό δεν είναι σύμπτωμα αδυναμίας, αλλά άρνησης ρίσκου. Ο σημερινός άνθρωπος, και ειδικά ο δυτικός άνθρωπος της πληροφορίας και της αφθονίας, φοβάται την ευθύνη που συνεπάγεται η πράξη. Προτιμά να καταναλώνει άποψη, παρά να την ενσαρκώνει. Θέλει να είναι επαναστατικός χωρίς συνέπειες. Να φωνάζει χωρίς να χάσει την άνεσή του. Να λέει «όχι» με το πάτημα ενός κουμπιού.

Η ρίζα του προβλήματος έχει περιγραφεί προφητικά από στοχαστές όπως ο Ντοστογιέφσκι στον Μεγάλο Ιεροεξεταστή και ο Νίτσε στον προμηνυόμενο μηδενισμό του δυτικού ανθρώπου: όταν ο Θεός πεθαίνει, είτε ως μεταφυσική, είτε ως αξιακή σταθερά, ο άνθρωπος μένει μόνος με την ελευθερία του. Και τότε, πολλές φορές, προτιμά να την εκχωρήσει. Να την ανταλλάξει με οδηγίες, με εξουσία, με οθόνες με μανιφέστα. Όπως γράφει ο Πασκάλ: «Η δυστυχία του ανθρώπου προέρχεται από το ότι δεν μπορεί να μείνει μόνος, ήσυχος, σε ένα δωμάτιο.»

Ο μηδενισμός δεν είναι θρησκευτικό ή φιλοσοφικό πρόβλημα. Είναι πολιτικό και υπαρξιακό: όταν όλα αποδομούνται, όταν τίποτε δεν είναι ιερό, τότε το μόνο που μένει είναι μια δίχως περιεχόμενο μορφή. Και μέσα σε αυτή τη μορφή, μέσα στη ρηχότητα του θορύβου, χάνεται η δυνατότητα της επανάστασης.

Κι όμως, ακόμα κι έτσι, η ελπίδα παραμένει. (Τελικά πεθαίνει η ελπίδα τελευταία ή μήπως δεν έζησε κανείς τόσο ωστε να το διαψεύσει; ) Όχι γιατί είμαστε αισιόδοξοι,αλλά γιατί η ευθύνη δεν μετατίθεται. Ούτε στον αλγόριθμο, ούτε στο κράτος, ούτε στον όχλο. Είναι πάντα ατομική. Και η επιλογή,στο ίδιο έργο θεατές ή ήσυχοι επαναστάτες,βρίσκεται κάθε μέρα μπροστά μας.

Ο Σοπενχάουερ παρατηρεί. Ο Χίτλερ χειραγωγεί. Ο Καμύ αντιστέκεται.
Ο Νίτσε ειρωνεύεται. Ο Ντοστογιέφσκι θρηνεί.
Ο C.S. Lewis προειδοποιεί.
Ο σύγχρονος άνθρωπος… scrollάρει.

Αλλά η ζωή δεν ζει με likes. Η αξιοπρέπεια δεν αυτοματοποιείται. Η εξέγερση δεν μπορεί να γίνει με copy-paste. Και η αλήθεια, όπως και η ελευθερία, απαιτεί το ρίσκο της σκέψης και τη σιωπηλή βεβαιότητα της πράξης.