Skip to content Skip to footer

Η Αντικειμενικότητα της Άγνοιας..

Τι γνωρίζουμε στ’ αλήθεια; Και αν αυτό που νομίζουμε ότι γνωρίζουμε είναι απλώς μια προβολή των πεποιθήσεών μας, τότε μήπως η άγνοια είναι πιο αντικειμενική από τη γνώση;

Η άγνοια, συχνά δαιμονοποιημένη, φέρει μέσα της μια σπάνια ιδιότητα: την απουσία προκατάληψης. Όταν δεν έχουμε γνώση ενός θέματος, δεν έχουμε και την ψευδαίσθηση της βεβαιότητας. Δεν είμαστε δεσμευμένοι από παγιωμένες απόψεις, εμπειρίες και υποσυνείδητες προκαταλήψεις. Είμαστε ελεύθεροι, όπως ένας άγραφος χάρτης που περιμένει να χαραχθούν οι πρώτες διαδρομές.

Αλλά εδώ τίθεται το πρώτο μεγάλο ερώτημα: Είναι η άγνοια μορφή αντικειμενικότητας ή απλώς μια προσωρινή ουδετερότητα που καταρρέει μόλις εισέλθει η γνώση;

Ο John Rawls μίλησε για το “πέπλο της άγνοιας” ως προϋπόθεση δικαιοσύνης. Αν δεν γνωρίζαμε τίποτα για τη θέση μας στον κόσμο –την καταγωγή μας, την κοινωνική τάξη, τις πεποιθήσεις μας, τότε και μόνο τότε θα μπορούσαμε να πάρουμε δίκαιες αποφάσεις για το σύνολο. Και συνεχίζω καθώς πολλές σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό μου, μπορεί η άγνοια να παραμείνει σε αυτή την καθαρή της μορφή τελικά; Ή μόλις αρχίσουμε να αποκτούμε γνώση, η αντικειμενικότητα διαβρώνεται από την εμπειρία;

Σκεφτείτε το εξής: Ένα παιδί που βλέπει για πρώτη φορά τον κόσμο είναι πιο αντικειμενικό από έναν ενήλικα γεμάτο εμπειρίες και θεωρίες; Ή μήπως η αληθινή αντικειμενικότητα απαιτεί γνώση, αλλά χωρίς προσκόλληση;

Ο Επίκτητος το έθεσε ξεκάθαρα: “Δεν είναι τα πράγματα που μας ταράζουν, αλλά η άποψή μας για αυτά.” Αντικειμενικότητα δεν σημαίνει απουσία γνώσης, αλλά η ικανότητα να διακρίνουμε την πραγματικότητα χωρίς συναισθηματικές στρεβλώσεις.

Ο Σενέκας θα μας θύμιζε πως η αλήθεια της ζωής είναι ωμή: Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν αναζητούν τη γνώση, αλλά την επιβεβαίωση των όσων ήδη πιστεύουν. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι πληροφορίες είναι άφθονες, αλλά η σοφία που πήγε; ( ψάχνουμε να βρούμε την κυρία με αυτό το υπέροχο όνομα;) Το διαδίκτυο μας δίνει πρόσβαση σε κάθε πιθανή πληροφορία, αλλά αν κοιτάξουμε γύρω μας, πόσοι πραγματικά σκέφτονται κριτικά;

Και εδώ είναι το κρίσιμο ερώτημα: Είναι η άγνοια ένα προνόμιο; Σε έναν κόσμο γεμάτο θόρυβο, ίσως όσοι δεν ξέρουν ζουν πιο ήρεμα. Ο Στωικός θα έλεγε ότι η άγνοια φέρνει προσωρινή γαλήνη, αλλά η αληθινή αταραξία έρχεται από την αποδοχή της πραγματικότητας όπως είναι, χωρίς αυταπάτες.

«Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι», λέγεται στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον , και η φράση αυτή έχει γνωρίσει πολλές ερμηνείες στο πέρασμα των αιώνων. Για κάποιους, είναι ένας ύμνος στην ταπεινότητα, μια αναγνώριση ότι η σοφία ξεκινά από τη συνειδητοποίηση των ορίων του νου. Για άλλους, όμως, έχει μετατραπεί σε μια άτυπη υπεράσπιση της αμάθειας, σαν να λέει πως όσο λιγότερα γνωρίζεις, τόσο πιο γαλήνιος θα είσαι.

Αν το σκεφτούμε βαθύτερα, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί αυτή η λανθασμένη ερμηνεία έχει βρει πρόσφορο έδαφος. Σε έναν κόσμο όπου η σκέψη συχνά φέρνει ανησυχία, η γνώση βαραίνει την ψυχή και η αλήθεια σπάνια είναι ευχάριστη. Δεν είναι τυχαίο που όσοι «δεν σκέφτονται πολύ» μοιάζουν πιο ανέμελοι, πιο χαρούμενοι.

Εδώ συναντάμε και τον Πλάτωνα, με τον μύθο του σπηλαίου. Οι άνθρωποι που ζουν αλυσοδεμένοι στη σκιά των ειδώλων μπορεί να μην βλέπουν την αλήθεια, αλλά ζουν σε μια σταθερή πραγματικότητα που τους προσφέρει ασφάλεια. Αν κάποιος επιχειρήσει να τους απελευθερώσει, να τους δείξει τον κόσμο έξω από το σπήλαιο, η πρώτη τους αντίδραση δεν θα είναι η ευγνωμοσύνη, αλλά η οργή. Γιατί η αλήθεια, όταν διαταράσσει την ισορροπία της άγνοιας, γίνεται ενοχλητική.

Μήπως, λοιπόν, η φράση «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» περιγράφει το ίδιο φαινόμενο από άλλη σκοπιά; Μήπως όσοι παραμένουν «φτωχοί» στη σκέψη, όσοι δεν εμβαθύνουν στα ερωτήματα, καταφέρνουν να διατηρήσουν μια ψευδαίσθηση γαλήνης που τους προστατεύει από την υπαρξιακή αγωνία;

Κι αν ισχύει αυτό, τότε τι σημαίνει αντικειμενικότητα; Μπορεί να υπάρξει χωρίς γνώση; Ή μήπως η αλήθεια δεν είναι απλώς ένα σύνολο πληροφοριών, αλλά μια δοκιμασία που απαιτεί θάρρος;

«Ο άνθρωπος γεννιέται αδαής, όχι ηλίθιος. Η κοινωνία τον κάνει ηλίθιο.»

— Δημήτρης Λιαντίνης

Η καθημερινότητα δεν είναι φτιαγμένη για φιλοσοφικούς στοχασμούς. Ο κόσμος απαιτεί να παίρνεις θέση, να έχεις γνώμη, να ξέρεις – ή έστω να φαίνεται πως ξέρεις. Η κοινωνία σέβεται τη βεβαιότητα, όχι την αμφιβολία.

Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς: Η γνώση δεν είναι δύναμη από μόνη της. Είναι βάρος. Όσο περισσότερο μαθαίνεις, τόσο λιγότερο μπορείς να αγνοήσεις. Μπορείς να αγνοήσεις την αδικία αν δεν την έχεις δει. Μπορείς να ζήσεις χωρίς άγχος αν δεν γνωρίζεις τους κινδύνους. Οι άνθρωποι που “δεν σκέφτονται πολύ” φαίνονται συχνά πιο ευτυχισμένοι.

Θα συμπλήρωνε ο Χάρης Βροντός “Οκτώ ώρες δουλειά, μιάμιση ώρα να πας και να ‘ρθεις στη δουλειά, οκτώ ώρες ύπνος, δυο ώρες για φαγητό, μια ώρα για καθαριότητα και φροντίδα του σώματος, μια ώρα για περπάτημα ή γυμναστική, μιάμιση ώρα για να δεις τηλεόραση και μια ώρα για διάφορες άλλες υποχρεώσεις, μας κάνουν σύνολο 24 ώρες.

Δηλαδή, ένας υγιής εργαζόμενος, χωρίς παιδιά, χωρίς άλλες υποχρεώσεις, είναι σχεδόν βέβαιο ότι μετά βίας θα βρει χρόνο για να διαβάσει ένα βιβλίο, ν’ ακούσει προσεκτικά ένα δίσκο κλασικής μουσικής ή να ενημερωθεί απ’ την εφημερίδα του.

Όλα αυτά συνήθως τα μεταθέτει στο Σαββατοκύριακο, μαζί με όποιας μορφής διασκέδαση, εκδρομή ή απόλαυση μιας συναυλίας ή ενός θεατρικού έργου (που κι αυτά δεν συνιστούν πάντα πνευματική απόλαυση).

Να ‘τη λοιπόν η ζωή ενός μικρομεσαίου αστού. Ενός θετικού, γενικά προσώπου, που δεν μπεκροπίνει, δεν χάνει τις ώρες του στα καφενεία και στις συζητήσεις, που δεν αναρωτιέται γιατί ο Μπέκετ, ο Σκαλκώτας, ο Σαίνμπεργκ και ο Ρίλκε έγραψαν αυτά που έγραψαν, που ποτέ του δεν θα διαβάσει Πλάτωνα, Αριστοτέλη ή Σαρτρ!”

Όμως, είναι αυτή η ευτυχία πραγματική ή απλώς η ηρεμία της άγνοιας; Προτιμάς να ζεις σε μια άνετη ψευδαίσθηση ή να κουβαλάς το βάρος της αλήθειας;

Η αντικειμενικότητα της άγνοιας είναι μια αυταπάτη. Η πραγματική αντικειμενικότητα απαιτεί κάτι πολύ πιο δύσκολο: τη δύναμη να βλέπεις την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς φίλτρα, χωρίς συναισθηματικές εξαρτήσεις, χωρίς φόβο.

Και ίσως η πιο δύσκολη αλήθεια απ’ όλες είναι αυτή: Οι περισσότεροι δεν αντέχουν να ξέρουν.

Αν λοιπόν η γνώση είναι τόσο επώδυνη, γιατί τη ζητάμε; Ίσως γιατί, βαθιά μέσα μας, δεν μπορούμε να ζήσουμε με ψέματα. Η αλήθεια μπορεί να είναι σκληρή, αλλά είναι η μόνη που μας απελευθερώνει. Και εδώ βρίσκεται η υπαρξιακή πρόκληση: Να έχουμε το θάρρος να αποδεχτούμε αυτό που είναι, ακόμα κι αν μας διαλύει.

Ο Μάρκος Αυρήλιος το έθεσε ξεκάθαρα:

«Δέξου ό,τι σου συμβαίνει σαν να το είχες επιλέξει.»

Και αυτό είναι το πιο τρομακτικό σημείο της συζήτησης. Γιατί, αν δεχτούμε ότι η γνώση μας αφυπνίζει, τότε δεν μπορούμε πλέον να κατηγορούμε κανέναν άλλον για την άγνοιά μας. Δεν υπάρχει εξιλέωση. Δεν υπάρχει επιστροφή. Υπάρχει μόνο η αποδοχή της ευθύνης.

Η γνώση δεν είναι δύναμη. Είναι σταυρός. Είναι το βάρος που σε απομακρύνει από τους πολλούς. Είναι το τίμημα που πληρώνει όποιος επιλέγει να βλέπει.

Και στο τέλος, μένει μόνο ένα ερώτημα:

Έχεις τη δύναμη να αντέξεις την αλήθεια, ή θα συνεχίσεις να βρίσκεις παρηγοριά στην αντικειμενικότητα της άγνοιας;

Ο άνθρωπος που επιλέγει να ξέρει, δεν βρίσκει πάντα ευτυχία. Βρίσκει όμως αυθεντικότητα. Και ίσως, στο τέλος, αυτό να είναι πιο σημαντικό από οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ασφάλειας.

Η συνέπεια αυτής της επιλογής είναι αναπόφευκτη: η απομόνωση. Όσο περισσότερο αντιλαμβάνεσαι, τόσο λιγότερο μπορείς να συμμετέχεις αφελώς στο παιχνίδι της κοινωνίας. Όσοι ζουν στην αυταπάτη δεν αντέχουν εκείνους που βλέπουν καθαρά. Ίσως γιατί τους θυμίζουν την ίδια τους την τύφλωση.

Οπως δείχνει ο Πλάτωνας, η άγνοια είναι μια περιορισμένη προοπτική που στηρίζεται σε ψευδαισθήσεις

Αλλά υπάρχει κι άλλη πλευρά: Η γνώση δεν είναι μόνο βάρος· είναι και δύναμη. Η αλήθεια, όσο επώδυνη κι αν είναι, σου δίνει ελευθερία. Μπορεί να σε απομακρύνει από την ψεύτικη γαλήνη, αλλά σου προσφέρει την ικανότητα να διαμορφώσεις τον κόσμο με βάση το φως κι όχι τη σκιά. Η επίγνωση σε κάνει υπεύθυνο, και αυτή είναι η ύψιστη πράξη αυτοκυριαρχίας.

Στο τέλος, ίσως η πραγματική επιλογή δεν είναι μεταξύ άγνοιας και γνώσης, αλλά μεταξύ του αν αντέχουμε να ζούμε με ανοιχτά μάτια. Και αυτή η απόφαση καθορίζει αν θα είμαστε απλοί παρατηρητές ή δημιουργοί της πραγματικότητάς μας.